Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφαυγής
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
View word page
ψηλάφημα
ψηλάφημα ψηλάφημα, ατος, τό, a touch, a caress, Xen.
ShortDef
a touch, a caress
Debugging
Headword:
ψηλάφημα
Headword (normalized):
ψηλάφημα
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφημα
IDX:
36204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36245
Key:
yhla/fhma
Data
{'content': 'ψηλάφημα\n ψηλάφημα, ατος, τό,\n a touch, a caress, Xen.', 'key': 'yhla/fhma'}