Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψεύδω
ψεύδω
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφαυγής
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
View word page
ψήκτρα
ψήκτρα ψήκτρα, ἡ, ψήχω an instrument used by bathers, a scraper, like στλεγγίς, Eur., Anth.

ShortDef

a scraper

Debugging

Headword:
ψήκτρα
Headword (normalized):
ψήκτρα
Headword (normalized/stripped):
ψηκτρα
IDX:
36202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36243
Key:
yh/ktra

Data

{'content': 'ψήκτρα\n ψήκτρα, ἡ,\n ψήχω\n an instrument used by bathers, a scraper, like στλεγγίς, Eur., Anth.', 'key': 'yh/ktra'}