Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψευδοφίλιππος
ψευδόχριστος
ψευδώνυμος
ψεύδω
ψεύδω
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφαυγής
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
View word page
ψεφηνός
ψεφηνός ψεφηνός, ή, όν dark, obscure, of a person, Pind.

ShortDef

dark, obscure

Debugging

Headword:
ψεφηνός
Headword (normalized):
ψεφηνός
Headword (normalized/stripped):
ψεφηνος
IDX:
36199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36240
Key:
yefhno/s

Data

{'content': 'ψεφηνός\n ψεφηνός, ή, όν\n dark, obscure, of a person, Pind.', 'key': 'yefhno/s'}