Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψευδοστομέω
ψευδόφημος
ψευδοφίλιππος
ψευδόχριστος
ψευδώνυμος
ψεύδω
ψεύδω
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφαυγής
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
View word page
ψεύστης
ψεύστης ψεύστης, ου, ὁ, ψεύδω a liar, cheat, Il., etc. as adj., like ψευδής, lying, false, Pind., Anth.
ShortDef
a liar, cheat
Debugging
Headword:
ψεύστης
Headword (normalized):
ψεύστης
Headword (normalized/stripped):
ψευστης
IDX:
36197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36238
Key:
yeu/sths
Data
{'content': 'ψεύστης\n ψεύστης, ου, ὁ,\n ψεύδω\n a liar, cheat, Il., etc.\n as adj., like ψευδής, lying, false, Pind., Anth.', 'key': 'yeu/sths'}