Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψεῦδος
ψευδοστομέω
ψευδόφημος
ψευδοφίλιππος
ψευδόχριστος
ψευδώνυμος
ψεύδω
ψεύδω
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφαυγής
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
View word page
ψευστέω
ψευστέω ψευστέω, fut. -ήσω to be a liar, lie, cheat, Il. from ψεύστης
ShortDef
to be a liar, lie, cheat
Debugging
Headword:
ψευστέω
Headword (normalized):
ψευστέω
Headword (normalized/stripped):
ψευστεω
IDX:
36196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36237
Key:
yeuste/w
Data
{'content': 'ψευστέω\n ψευστέω,\n fut. -ήσω\n to be a liar, lie, cheat, Il.\n from ψεύστης', 'key': 'yeuste/w'}