Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψεύδορκος
ψεῦδος
ψευδοστομέω
ψευδόφημος
ψευδοφίλιππος
ψευδόχριστος
ψευδώνυμος
ψεύδω
ψεύδω
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφαυγής
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
View word page
ψεῦσμα
ψεῦσμα ψεῦσμα, ατος, τό, ψεύδω a lie, untruth, Plat.
ShortDef
a lie, untruth
Debugging
Headword:
ψεῦσμα
Headword (normalized):
ψεῦσμα
Headword (normalized/stripped):
ψευσμα
IDX:
36195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36236
Key:
yeu=sma
Data
{'content': 'ψεῦσμα\n ψεῦσμα, ατος, τό,\n ψεύδω\n a lie, untruth, Plat.', 'key': 'yeu=sma'}