Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψευδομαρτυρέω
ψευδομαρτυρία
ψευδομάρτυς
ψευδονέρων
ψευδόνιτρος
ψευδονύμφευτος
ψευδοπάρθενος
ψευδόρκιος
ψεύδορκος
ψεῦδος
ψευδοστομέω
ψευδόφημος
ψευδοφίλιππος
ψευδόχριστος
ψευδώνυμος
ψεύδω
ψεύδω
ψευσίστυξ
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
View word page
ψευδοστομέω
ψευδοστομέω ψευδο-στομέω, fut. -ήσω στόμα to speak falsely, Soph.

ShortDef

to speak falsely

Debugging

Headword:
ψευδοστομέω
Headword (normalized):
ψευδοστομέω
Headword (normalized/stripped):
ψευδοστομεω
IDX:
36187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36228
Key:
yeudostome/w

Data

{'content': 'ψευδοστομέω\n ψευδο-στομέω,\n fut. -ήσω\n στόμα\n to speak falsely, Soph.', 'key': 'yeudostome/w'}