Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψευδοβοήθεια
ψευδοδιδάσκαλος
ψευδοκῆρυξ
ψευδοκλητεία
ψευδοκύων
ψευδόλιτρος
ψευδολογέω
ψευδολογία
ψευδολόγος
ψευδόμαντις
ψευδομαρτυρέω
ψευδομαρτυρία
ψευδομάρτυς
ψευδονέρων
ψευδόνιτρος
ψευδονύμφευτος
ψευδοπάρθενος
ψευδόρκιος
ψεύδορκος
ψεῦδος
ψευδοστομέω
View word page
ψευδομαρτυρέω
ψευδομαρτυρέω ψευδομαρτῠρέω, fut. -ήσω to be a false witness, bear false witness, Plat., Xen.

ShortDef

to be a false witness, bear false witness

Debugging

Headword:
ψευδομαρτυρέω
Headword (normalized):
ψευδομαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
ψευδομαρτυρεω
IDX:
36177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36218
Key:
yeudomarture/w

Data

{'content': 'ψευδομαρτυρέω\n ψευδομαρτῠρέω,\n fut. -ήσω\n to be a false witness, bear false witness, Plat., Xen.', 'key': 'yeudomarture/w'}