Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψευδηλογέω
ψευδήμων
ψευδής
ψεῦδις
ψευδοβοήθεια
ψευδοδιδάσκαλος
ψευδοκῆρυξ
ψευδοκλητεία
ψευδοκύων
ψευδόλιτρος
ψευδολογέω
ψευδολογία
ψευδολόγος
ψευδόμαντις
ψευδομαρτυρέω
ψευδομαρτυρία
ψευδομάρτυς
ψευδονέρων
ψευδόνιτρος
ψευδονύμφευτος
ψευδοπάρθενος
View word page
ψευδολογέω
ψευδολογέω ψευδολογέω, fut. -ήσω to speak falsely, spread false reports, Isocr., Aeschin.
ShortDef
to speak falsely, spread false reports
Debugging
Headword:
ψευδολογέω
Headword (normalized):
ψευδολογέω
Headword (normalized/stripped):
ψευδολογεω
IDX:
36173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36214
Key:
yeudologe/w
Data
{'content': 'ψευδολογέω\n ψευδολογέω,\n fut. -ήσω\n to speak falsely, spread false reports, Isocr., Aeschin.', 'key': 'yeudologe/w'}