Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
ψευδάγγελος
ψευδάδελφος
ψευδαμάμαξυς
ψευδαπόστολος
Ψευδαρτάβας
ψευδατράφαξυς
ψευδαττικός
View word page
ψελλισμός
ψελλισμός ψελλισμός, οῦ, ὁ, a pronouncing indistinctly: metaph., ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plut.

ShortDef

a pronouncing indistinctly

Debugging

Headword:
ψελλισμός
Headword (normalized):
ψελλισμός
Headword (normalized/stripped):
ψελλισμος
IDX:
36148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36189
Key:
yellismo/s

Data

{'content': 'ψελλισμός\n ψελλισμός, οῦ, ὁ,\n a pronouncing indistinctly: metaph., ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plut.', 'key': 'yellismo/s'}