Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
ψευδάγγελος
ψευδάδελφος
ψευδαμάμαξυς
ψευδαπόστολος
Ψευδαρτάβας
View word page
ψελιόω
ψελιόω ψελιόω, ψέλιον to twine, ψ. αὐχένα στεφάνοις Anth.

ShortDef

to twine

Debugging

Headword:
ψελιόω
Headword (normalized):
ψελιόω
Headword (normalized/stripped):
ψελιοω
IDX:
36146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36187
Key:
yelio/w

Data

{'content': 'ψελιόω\n ψελιόω,\n ψέλιον\n to twine, ψ. αὐχένα στεφάνοις Anth.', 'key': 'yelio/w'}