Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
ψευδάγγελος
ψευδάδελφος
ψευδαμάμαξυς
View word page
ψέλιον
ψέλιον ψέλιον, or ψέλλιον, ου, τό, an armlet or anklet, Lat. armilla, Hdt., Xen.

ShortDef

an armlet

Debugging

Headword:
ψέλιον
Headword (normalized):
ψέλιον
Headword (normalized/stripped):
ψελιον
IDX:
36144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36185
Key:
ye/lion

Data

{'content': 'ψέλιον\n ψέλιον, or ψέλλιον, ου, τό,\n an armlet or anklet, Lat. armilla, Hdt., Xen.', 'key': 'ye/lion'}