Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
ψευδάγγελος
View word page
ψέκτης
ψέκτης ψέκτης, ου, ὁ, ψέγω a censurer, disparager, Plat.
ShortDef
a censurer, disparager
Debugging
Headword:
ψέκτης
Headword (normalized):
ψέκτης
Headword (normalized/stripped):
ψεκτης
IDX:
36142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36183
Key:
ye/kths
Data
{'content': 'ψέκτης\n ψέκτης, ου, ὁ,\n ψέγω\n a censurer, disparager, Plat.', 'key': 'ye/kths'}