Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελία
View word page
ψεκάς
ψεκάς late form for ψακάς.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψεκάς
Headword (normalized):
ψεκάς
Headword (normalized/stripped):
ψεκας
IDX:
36141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36182
Key:
yeka/s
Data
{'content': 'ψεκάς\n late form for ψακάς.', 'key': 'yeka/s'}