Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελιόω
ψελλίζω
ψελλισμός
ψελλός
View word page
ψεδνός
ψεδνός .ψεδνός, ή, όν thin, spare, scanty, of hair, Il., Anth.; of a person, bald-headed, Luc.
ShortDef
thin, spare, scanty
Debugging
Headword:
ψεδνός
Headword (normalized):
ψεδνός
Headword (normalized/stripped):
ψεδνος
IDX:
36139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36180
Key:
yedno/s
Data
{'content': 'ψεδνός\n .ψεδνός, ή, όν\n thin, spare, scanty, of hair, Il., Anth.; of a person, bald-headed, Luc.', 'key': 'yedno/s'}