Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελιόω
View word page
ψαφαρόχροος
ψαφαρόχροος ψᾰφᾰρό-χρους, ουν, rough on the surface, squalid, Eur.
ShortDef
rough on the surface, squalid
Debugging
Headword:
ψαφαρόχροος
Headword (normalized):
ψαφαρόχροος
Headword (normalized/stripped):
ψαφαροχροος
IDX:
36136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36177
Key:
yafaro/xrous
Data
{'content': 'ψαφαρόχροος\n ψᾰφᾰρό-χρους, ουν,\n rough on the surface, squalid, Eur.', 'key': 'yafaro/xrous'}