Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
ψέκτης
ψεκτός
View word page
ψαφαρίτης
ψαφαρίτης ψᾰφᾰρίτης, ου, ὁ, = ψαφαρός, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψαφαρίτης
Headword (normalized):
ψαφαρίτης
Headword (normalized/stripped):
ψαφαριτης
IDX:
36133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36174
Key:
yafari/ths

Data

{'content': 'ψαφαρίτης\n ψᾰφᾰρίτης, ου, ὁ,\n = ψαφαρός, Anth.', 'key': 'yafari/ths'}