Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
ψεκάζω
ψεκάς
View word page
ψαῦσις
ψαῦσις ψαῦσις, εως, a touching, Plut.
ShortDef
a touching
Debugging
Headword:
ψαῦσις
Headword (normalized):
ψαῦσις
Headword (normalized/stripped):
ψαυσις
IDX:
36131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36172
Key:
yau=sis
Data
{'content': 'ψαῦσις\n ψαῦσις, εως,\n a touching, Plut.', 'key': 'yau=sis'}