Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
ψεδνός
View word page
ψαρός
ψαρός ψᾱρός, ά, όν ψάρ like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-gray horse, Ar.
ShortDef
like a starling
Debugging
Headword:
ψαρός
Headword (normalized):
ψαρός
Headword (normalized/stripped):
ψαρος
IDX:
36129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36170
Key:
yaro/s1
Data
{'content': 'ψαρός\n ψᾱρός, ά, όν\n ψάρ\n like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-gray horse, Ar.', 'key': 'yaro/s1'}