Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψάλτρια
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
ψάω
ψέγω
View word page
ψαμμώδης
ψαμμώδης ψαμμ-ώδης, ες εἶδος like sand, sandy, Hdt.
ShortDef
like sand, sandy
Debugging
Headword:
ψαμμώδης
Headword (normalized):
ψαμμώδης
Headword (normalized/stripped):
ψαμμωδης
IDX:
36128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36169
Key:
yammw/dhs
Data
{'content': 'ψαμμώδης\n ψαμμ-ώδης, ες\n εἶδος\n like sand, sandy, Hdt.', 'key': 'yammw/dhs'}