Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψάλτρια
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχροος
View word page
ψαμμίτης
ψαμμίτης ψαμμί_της, ου, ὁ, sand, sandy, Anth.
ShortDef
sand, sandy
Debugging
Headword:
ψαμμίτης
Headword (normalized):
ψαμμίτης
Headword (normalized/stripped):
ψαμμιτης
IDX:
36126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36167
Key:
yammi/ths
Data
{'content': 'ψαμμίτης\n ψαμμί_της, ου, ὁ,\n sand, sandy, Anth.', 'key': 'yammi/ths'}