Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψάλτρια
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
ψαφαρόθριξ
View word page
ψάμμινος
ψάμμινος ψάμμῐνος, η, ον ψάμμος of sand, sandy, Hdt.
ShortDef
of sand, sandy
Debugging
Headword:
ψάμμινος
Headword (normalized):
ψάμμινος
Headword (normalized/stripped):
ψαμμινος
IDX:
36124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36165
Key:
ya/mminos
Data
{'content': 'ψάμμινος\n ψάμμῐνος, η, ον\n ψάμμος\n of sand, sandy, Hdt.', 'key': 'ya/mminos'}