Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψαλίς
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψάλτρια
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
ψάρ
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρίτης
View word page
ψάμμη
ψάμμη ψάμμη, Doric ψάμμα, ἡ, = ψάμμος, Hdt., Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψάμμη
Headword (normalized):
ψάμμη
Headword (normalized/stripped):
ψαμμη
IDX:
36123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36164
Key:
ya/mmh

Data

{'content': 'ψάμμη\n ψάμμη, Doric ψάμμα, ἡ,\n = ψάμμος, Hdt., Aesch.', 'key': 'ya/mmh'}