Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψακάς
ψαλιδόστομος
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψάλτρια
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμακοσιογάργαροι
ψαμμακόσιοι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμιος
ψαμμίτης
ψάμμος
ψαμμώδης
ψαρός
View word page
ψάμαθος
ψάμαθος ψάμᾰθος (ψᾰ), ἡ, poetic form of ψάμμος sand, sea-sand, Hom., Soph., etc.; in pl., νῆα ἐπὶ ψαμάθοις on the sands, Hom. proverb. of a countless multitude, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Il.; in pl. grains of sand, Il.

ShortDef

sand, sea-sand

Debugging

Headword:
ψάμαθος
Headword (normalized):
ψάμαθος
Headword (normalized/stripped):
ψαμαθος
IDX:
36119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36160
Key:
ya/maqos

Data

{'content': 'ψάμαθος\n ψάμᾰθος (ψᾰ), ἡ,\n poetic form of ψάμμος\n sand, sea-sand, Hom., Soph., etc.; in pl., νῆα ἐπὶ ψαμάθοις on the sands, Hom.\n proverb. of a countless multitude, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Il.; in pl. grains of sand, Il.', 'key': 'ya/maqos'}