Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Χῶρος
χῶρος
χωροφιλέω
χῶσις
χωστός
ψαίρω
ψαιστός
ψαίστωρ
ψακάζω
ψακάς
ψαλιδόστομος
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμός
ψαλμοχαρής
ψάλτρια
ψάμαθος
ψαμαθώδης
View word page
ψαλιδόστομος
ψαλιδόστομος ψᾰλῐδό-στομος, ον, nipper-mouthed, of a crab, Batr.
ShortDef
nipper-mouthed
Debugging
Headword:
ψαλιδόστομος
Headword (normalized):
ψαλιδόστομος
Headword (normalized/stripped):
ψαλιδοστομος
IDX:
36110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36151
Key:
yalido/stomos
Data
{'content': 'ψαλιδόστομος\n ψᾰλῐδό-στομος, ον,\n nipper-mouthed, of a crab, Batr.', 'key': 'yalido/stomos'}