Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χωριτικός
χωρογραφέω
χωρογραφικός
χωρογράφος
Χῶρος
χῶρος
χωροφιλέω
χῶσις
χωστός
ψαίρω
ψαιστός
ψαίστωρ
ψακάζω
ψακάς
ψαλιδόστομος
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψάλλω
ψάλμα
ψαλμός
View word page
ψαιστός
ψαιστός ψαιστός, ή, όν verb. adj. of ψάω τὰ ψαιστά(sc. πόπανα) cakes of ground barley, used at sacrifices, Ar.
ShortDef
(adj.) ground; (n.) cake of ground barley
Debugging
Headword:
ψαιστός
Headword (normalized):
ψαιστός
Headword (normalized/stripped):
ψαιστος
IDX:
36106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36147
Key:
yaisto/s
Data
{'content': 'ψαιστός\n ψαιστός, ή, όν\n verb. adj. of ψάω \n τὰ ψαιστά(sc. πόπανα) cakes of ground barley, used at sacrifices, Ar.', 'key': 'yaisto/s'}