Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χωριστός
χωρίτης
χωριτικός
χωρογραφέω
χωρογραφικός
χωρογράφος
Χῶρος
χῶρος
χωροφιλέω
χῶσις
χωστός
ψαίρω
ψαιστός
ψαίστωρ
ψακάζω
ψακάς
ψαλιδόστομος
ψαλίζω
ψάλιον
ψαλίς
ψάλλω
View word page
χωστός
χωστός χωστός, ή, όν verb. adj. made by earth thrown up, Eur.
ShortDef
made by earth thrown up
Debugging
Headword:
χωστός
Headword (normalized):
χωστός
Headword (normalized/stripped):
χωστος
IDX:
36104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36145
Key:
xwsto/s
Data
{'content': 'χωστός\n χωστός, ή, όν\n verb. adj.\n made by earth thrown up, Eur.', 'key': 'xwsto/s'}