Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χωρίς
χωριστέος
χωριστός
χωρίτης
χωριτικός
χωρογραφέω
χωρογραφικός
χωρογράφος
Χῶρος
χῶρος
χωροφιλέω
χῶσις
χωστός
ψαίρω
ψαιστός
ψαίστωρ
ψακάζω
ψακάς
ψαλιδόστομος
ψαλίζω
ψάλιον
View word page
χωροφιλέω
χωροφιλέω χωρο-φῐλέω, = φιλοχωρέω to haunt a place, Antipho.

ShortDef

to haunt a place

Debugging

Headword:
χωροφιλέω
Headword (normalized):
χωροφιλέω
Headword (normalized/stripped):
χωροφιλεω
IDX:
36102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36143
Key:
xwrofile/w

Data

{'content': 'χωροφιλέω\n χωρο-φῐλέω,\n = φιλοχωρέω\n to haunt a place, Antipho.', 'key': 'xwrofile/w'}