Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χωνεύω
χώννυμι
χώομαι
χώρα
χωρέω
χωρίζω
χωρίον
χωρισμός
χωρίς
χωριστέος
χωριστός
χωρίτης
χωριτικός
χωρογραφέω
χωρογραφικός
χωρογράφος
Χῶρος
χῶρος
χωροφιλέω
χῶσις
χωστός
View word page
χωριστός
χωριστός χωριστός, ή, όν verb. adj. from χωρίζω in local sense, separated, separable, Arist. separate or separable in thought, Arist.
ShortDef
separated, separable
Debugging
Headword:
χωριστός
Headword (normalized):
χωριστός
Headword (normalized/stripped):
χωριστος
IDX:
36094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36135
Key:
xwristo/s
Data
{'content': 'χωριστός\n χωριστός, ή, όν\n verb. adj. from χωρίζω\n in local sense, separated, separable, Arist.\n separate or separable in thought, Arist.', 'key': 'xwristo/s'}