Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρίδιον
χυτρίς
χυτρόπους
χύτρος
χωλαίνω
χωλεία
χωλεύω
χωλίαμβος
χωλοποιός
χωλός
χῶμα
χωνεύω
χώννυμι
χώομαι
χώρα
χωρέω
χωρίζω
χωρίον
χωρισμός
View word page
χωλοποιός
χωλοποιός χωλο-ποιός, όν ποιέω making lame, of Euripides, as being fond of introducing lame men upon the stage, Ar.
ShortDef
making lame
Debugging
Headword:
χωλοποιός
Headword (normalized):
χωλοποιός
Headword (normalized/stripped):
χωλοποιος
IDX:
36081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36122
Key:
xwlopoio/s
Data
{'content': 'χωλοποιός\n χωλο-ποιός, όν\n ποιέω\n making lame, of Euripides, as being fond of introducing lame men upon the stage, Ar.', 'key': 'xwlopoio/s'}