Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χύσις
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
χύτρα
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρίδιον
χυτρίς
χυτρόπους
χύτρος
χωλαίνω
χωλεία
χωλεύω
χωλίαμβος
χωλοποιός
χωλός
χῶμα
χωνεύω
χώννυμι
View word page
χυτρόπους
χυτρόπους χυτρό-πους, a pot with feet, or a portable stove for putting a pot upon, Hes.
ShortDef
a pot with feet
Debugging
Headword:
χυτρόπους
Headword (normalized):
χυτρόπους
Headword (normalized/stripped):
χυτροπους
IDX:
36075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36116
Key:
xutro/pous
Data
{'content': 'χυτρόπους\n χυτρό-πους,\n a pot with feet, or a portable stove for putting a pot upon, Hes.', 'key': 'xutro/pous'}