Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωμάτιον
χρώς
χρωτίζω
χύδην
χυλός
χυμός
χύσις
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
χύτρα
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρίδιον
χυτρίς
χυτρόπους
χύτρος
View word page
χυτλάζω
χυτλάζω χυτλάζω, fut. -άσω to pour out: metaph. to throw carelessly down, χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.
ShortDef
to pour out
Debugging
Headword:
χυτλάζω
Headword (normalized):
χυτλάζω
Headword (normalized/stripped):
χυτλαζω
IDX:
36066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36107
Key:
xutla/zw
Data
{'content': 'χυτλάζω\n χυτλάζω,\n fut. -άσω\n to pour out: metaph. to throw carelessly down, χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.', 'key': 'xutla/zw'}