Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρυσωρυχεῖον
χρυσωρύχος
χρύσωσις
χρυσώψ
χρῴζω
χρῶμα
χρωμάτιον
χρώς
χρωτίζω
χύδην
χυλός
χυμός
χύσις
χυτλάζω
χύτλον
χυτλόω
χυτός
χύτρα
χυτρεοῦς
χυτρεύς
χυτρίδιον
View word page
χυλός
χυλός χῡλός, οῦ, ὁ, χέω juice, esp. juice produced by decoction or digestion:—metaph., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων administering a decoction of small talk, Ar.; χ. φιλίας Ar.

ShortDef

juice

Debugging

Headword:
χυλός
Headword (normalized):
χυλός
Headword (normalized/stripped):
χυλος
IDX:
36063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36104
Key:
xulo/s

Data

{'content': 'χυλός\n χῡλός, οῦ, ὁ,\n χέω\n juice, esp. juice produced by decoction or digestion:—metaph., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων administering a decoction of small talk, Ar.; χ. φιλίας Ar.', 'key': 'xulo/s'}