Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρυσοφαής
χρυσοφάλαρος
χρυσοφεγγής
χρυσόφιλος
χρυσοφορέω
χρυσοφόρος
χρυσοφύλαξ
χρυσοχαίτης
χρυσοχάλινος
χρυσόχειρ
χρυσοχίτων
χρυσοχοεῖον
χρυσοχοέω
χρυσοχοϊκός
χρυσοχόος
χρυσόχροος
χρυσόω
χρύσωμα
χρυσωνέω
χρυσωπός
χρυσωρυχεῖον
View word page
χρυσοχίτων
χρυσοχίτων χρῡσο-χίτων (ῐ), ωνος, ὁ, ἡ, with coat of gold, Anth.

ShortDef

with coat of gold

Debugging

Headword:
χρυσοχίτων
Headword (normalized):
χρυσοχίτων
Headword (normalized/stripped):
χρυσοχιτων
IDX:
36043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36084
Key:
xrusoxi/twn

Data

{'content': 'χρυσοχίτων\n χρῡσο-χίτων (ῐ), ωνος, ὁ, ἡ,\n with coat of gold, Anth.', 'key': 'xrusoxi/twn'}