Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρυσοτευχής
χρυσότοξος
χρυσοτρίαινος
χρυσότυπος
χρυσουργεῖον
χρυσοφαής
χρυσοφάλαρος
χρυσοφεγγής
χρυσόφιλος
χρυσοφορέω
χρυσοφόρος
χρυσοφύλαξ
χρυσοχαίτης
χρυσοχάλινος
χρυσόχειρ
χρυσοχίτων
χρυσοχοεῖον
χρυσοχοέω
χρυσοχοϊκός
χρυσοχόος
χρυσόχροος
View word page
χρυσοφόρος
χρυσοφόρος χρῡσο-φόρος, ον, φέρω wearing gold, i. e. golden ornaments, Hdt., Eur.
ShortDef
wearing gold
Debugging
Headword:
χρυσοφόρος
Headword (normalized):
χρυσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοφορος
IDX:
36038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36079
Key:
xrusofo/ros
Data
{'content': 'χρυσοφόρος\n χρῡσο-φόρος, ον,\n φέρω\n wearing gold, i. e. golden ornaments, Hdt., Eur.', 'key': 'xrusofo/ros'}