Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρυσόπρυμνος
χρυσόπτερος
χρυσόραπις
χρυσορόης
χρυσόρραπις
χρυσόρρυτος
χρυσός
χρυσοστέφανος
χρυσοτέκτων
χρυσότερος
χρυσότευκτος
χρυσοτευχής
χρυσότοξος
χρυσοτρίαινος
χρυσότυπος
χρυσουργεῖον
χρυσοφαής
χρυσοφάλαρος
χρυσοφεγγής
χρυσόφιλος
χρυσοφορέω
View word page
χρυσότευκτος
χρυσότευκτος χρῡσό-τευκτος, ον, wrought of gold, Aesch., Eur.
ShortDef
wrought of gold
Debugging
Headword:
χρυσότευκτος
Headword (normalized):
χρυσότευκτος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοτευκτος
IDX:
36027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36068
Key:
xruso/teuktos
Data
{'content': 'χρυσότευκτος\n χρῡσό-τευκτος, ον,\n wrought of gold, Aesch., Eur.', 'key': 'xruso/teuktos'}