Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρυσοποιός
χρυσόπρασος
χρυσόπρυμνος
χρυσόπτερος
χρυσόραπις
χρυσορόης
χρυσόρραπις
χρυσόρρυτος
χρυσός
χρυσοστέφανος
χρυσοτέκτων
χρυσότερος
χρυσότευκτος
χρυσοτευχής
χρυσότοξος
χρυσοτρίαινος
χρυσότυπος
χρυσουργεῖον
χρυσοφαής
χρυσοφάλαρος
χρυσοφεγγής
View word page
χρυσοτέκτων
χρυσοτέκτων χρῡσο-τέκτων, ονος, ὁ, a goldsmith, Anth.
ShortDef
a goldsmith
Debugging
Headword:
χρυσοτέκτων
Headword (normalized):
χρυσοτέκτων
Headword (normalized/stripped):
χρυσοτεκτων
IDX:
36025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36066
Key:
xrusote/ktwn
Data
{'content': 'χρυσοτέκτων\n χρῡσο-τέκτων, ονος, ὁ,\n a goldsmith, Anth.', 'key': 'xrusote/ktwn'}