Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρυσολύρης
χρυσόμαλλος
χρυσομηλολόνθιον
χρυσομίτρης
χρυσόνωτος
χρυσόπαστος
χρυσοπέδιλος
χρυσοπήληξ
χρυσοπλόκαμος
χρυσοπλύσιον
χρυσοποιός
χρυσόπρασος
χρυσόπρυμνος
χρυσόπτερος
χρυσόραπις
χρυσορόης
χρυσόρραπις
χρυσόρρυτος
χρυσός
χρυσοστέφανος
χρυσοτέκτων
View word page
χρυσοποιός
χρυσοποιός χρῡσοποιός, οῦ, ὁ, ποιέω a goldsmith, Luc.

ShortDef

a goldsmith

Debugging

Headword:
χρυσοποιός
Headword (normalized):
χρυσοποιός
Headword (normalized/stripped):
χρυσοποιος
IDX:
36015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36056
Key:
xrusopoio/s

Data

{'content': 'χρυσοποιός\n χρῡσοποιός, οῦ, ὁ,\n ποιέω\n a goldsmith, Luc.', 'key': 'xrusopoio/s'}