Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρυσίτης
χρυσοβαφής
χρυσοβέλεμνος
χρυσόβωλος
χρυσόγονος
χρυσοδακτύλιος
χρυσόδετος
χρυσοειδής
χρυσόζυγος
χρυσόθρονος
χρυσοκάρηνος
χρυσόκερως
χρυσοκόλλητος
χρυσοκόμης
χρυσόκομος
χρυσολογέω
χρυσολόγος
χρυσόλογχος
χρυσολύρης
χρυσόμαλλος
χρυσομηλολόνθιον
View word page
χρυσοκάρηνος
χρυσοκάρηνος χρῡσο-κάρηνος (ᾰ), ον, with head of gold, Eur.
ShortDef
with head of gold
Debugging
Headword:
χρυσοκάρηνος
Headword (normalized):
χρυσοκάρηνος
Headword (normalized/stripped):
χρυσοκαρηνος
IDX:
35997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36038
Key:
xrusoka/rhnos
Data
{'content': 'χρυσοκάρηνος\n χρῡσο-κάρηνος (ᾰ), ον,\n with head of gold, Eur.', 'key': 'xrusoka/rhnos'}