Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
View word page
ἀβόσκητος
ἀβόσκητος βόσκω ungrazed, ὄρη Babr.

ShortDef

ungrazed

Debugging

Headword:
ἀβόσκητος
Headword (normalized):
ἀβόσκητος
Headword (normalized/stripped):
αβοσκητος
IDX:
36
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36
Key:
a)bo/skhtos

Data

{'content': 'ἀβόσκητος\n βόσκω\n ungrazed, ὄρη Babr.', 'key': 'a)bo/skhtos'}