Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονιστέος
χρονογράφος
χρόνος
χρονοτριβέω
χρυσαμοιβός
χρυσάμπυξ
χρυσανθής
χρυσανταυγής
χρυσάορος
χρυσάρματος
χρύσασπις
χρυσαυγής
χρυσάωρ
χρυσεῖον
View word page
χρονοτριβέω
χρονοτριβέω χρονο-τρῐβέω, fut. -ήσω τρίβω to waste time, loiter, Arist., NTest. c. acc., χρ. τὸν πόλεμον to protract the war, Plut.
ShortDef
to waste time, loiter
Debugging
Headword:
χρονοτριβέω
Headword (normalized):
χρονοτριβέω
Headword (normalized/stripped):
χρονοτριβεω
IDX:
35956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35997
Key:
xronotribe/w
Data
{'content': 'χρονοτριβέω\n χρονο-τρῐβέω,\n fut. -ήσω\n τρίβω\n to waste time, loiter, Arist., NTest.\n c. acc., χρ. τὸν πόλεμον to protract the war, Plut.', 'key': 'xronotribe/w'}