Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονιστέος
χρονογράφος
χρόνος
χρονοτριβέω
χρυσαμοιβός
χρυσάμπυξ
χρυσανθής
χρυσανταυγής
χρυσάορος
χρυσάρματος
χρύσασπις
View word page
χρονιστέος
χρονιστέος χρονιστέος, ον, verb. adj. one must spend time, Arist.
ShortDef
one must spend time
Debugging
Headword:
χρονιστέος
Headword (normalized):
χρονιστέος
Headword (normalized/stripped):
χρονιστεος
IDX:
35953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35994
Key:
xroniste/os
Data
{'content': 'χρονιστέος\n χρονιστέος, ον,\n verb. adj.\n one must spend time, Arist.', 'key': 'xroniste/os'}