Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονιστέος
χρονογράφος
χρόνος
χρονοτριβέω
χρυσαμοιβός
χρυσάμπυξ
χρυσανθής
χρυσανταυγής
χρυσάορος
χρυσάρματος
View word page
χρόνιος
χρόνιος χρόνιος, α, ον χρόνος of persons, after a long time, late, χρόνιος ἐλθών Od.; χρ. φανείς Soph. for a long time, χρόνιόν τινα ἐκβάλλειν, ἐλαύνειν Soph.; χρόνιός εἰμʼ ἀπὸ βορᾶς I have been long without food, Eur. long-delaying, lingering, Aesch.; χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Soph.; χρόνια τὰ τῶν θεῶν Eur. of things, long, lasting long, long-continued, χρόνια λέκτρʼ ἔχων having been long married, Eur.; χρ. πόλεμοι Thuc. adv. -ίως, Arist.: neut. pl. χρόνια as adv., Eur.:—comp. -ώτερον, Pind.

ShortDef

after a long time, late

Debugging

Headword:
χρόνιος
Headword (normalized):
χρόνιος
Headword (normalized/stripped):
χρονιος
IDX:
35952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35993
Key:
xro/nios

Data

{'content': 'χρόνιος\n χρόνιος, α, ον\n χρόνος\n of persons, after a long time, late, χρόνιος ἐλθών Od.; χρ. φανείς Soph.\n for a long time, χρόνιόν τινα ἐκβάλλειν, ἐλαύνειν Soph.; χρόνιός εἰμʼ ἀπὸ βορᾶς I have been long without food, Eur.\n long-delaying, lingering, Aesch.; χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Soph.; χρόνια τὰ τῶν θεῶν Eur.\n of things, long, lasting long, long-continued, χρόνια λέκτρʼ ἔχων having been long married, Eur.; χρ. πόλεμοι Thuc.\n adv. -ίως, Arist.: neut. pl. χρόνια as adv., Eur.:—comp. -ώτερον, Pind.', 'key': 'xro/nios'}