χρόνιος
χρόνιος
χρόνιος, α, ον
χρόνος
of persons, after a long time, late, χρόνιος ἐλθών Od.; χρ. φανείς Soph.
for a long time, χρόνιόν τινα ἐκβάλλειν, ἐλαύνειν Soph.; χρόνιός εἰμʼ ἀπὸ βορᾶς I have been long without food, Eur.
long-delaying, lingering, Aesch.; χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Soph.; χρόνια τὰ τῶν θεῶν Eur.
of things, long, lasting long, long-continued, χρόνια λέκτρʼ ἔχων having been long married, Eur.; χρ. πόλεμοι Thuc.
adv. -ίως, Arist.: neut. pl. χρόνια as adv., Eur.:—comp. -ώτερον, Pind.