χρονικός
χρονικός
χρονικός, ή, όν
χρόνος
of or concerning time, κανόνες Plut.:— τὰ χρονικά (sc. βιβλία) chronology, Plut.
{ "content": "χρονικός\n χρονικός, ή, όν\n χρόνος\n of or concerning time, κανόνες Plut.:— τὰ χρονικά (sc. βιβλία) chronology, Plut.", "key": "xroniko/s" }