Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονιστέος
χρονογράφος
χρόνος
χρονοτριβέω
χρυσαμοιβός
χρυσάμπυξ
View word page
χροΐζω
χροΐζω χροΐζω, poet. form of χρῴζω to touch on the surface; generally, to touch, Eur.
ShortDef
have one's skin touched, lie with
Debugging
Headword:
χροΐζω
Headword (normalized):
χροΐζω
Headword (normalized/stripped):
χροιζω
IDX:
35948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35989
Key:
xroi/zw
Data
{'content': 'χροΐζω\n χροΐζω,\n poet. form of χρῴζω\n to touch on the surface; generally, to touch, Eur.', 'key': 'xroi/zw'}