Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
χρόνιος
χρονιστέος
χρονογράφος
χρόνος
View word page
χριστός
χριστός χριστός, ή, όν verb. adj. of χρίω to be rubbed on, φάρμακα χριστά salves, Aesch., Eur. of persons, anointed: χριστός, οῦ, ὁ, the Anointed One, the Christ, as a transl. of the Hebr. Messiah, NTest.

ShortDef

the anointed one, Christ
to be rubbed on

Debugging

Headword:
χριστός
Headword (normalized):
χριστός
Headword (normalized/stripped):
χριστος
IDX:
35945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35986
Key:
xristo/s

Data

{'content': 'χριστός\n χριστός, ή, όν\n verb. adj. of χρίω\n to be rubbed on, φάρμακα χριστά salves, Aesch., Eur.\n of persons, anointed: χριστός, οῦ, ὁ, the Anointed One, the Christ, as a transl. of the Hebr. Messiah, NTest.', 'key': 'xristo/s'}