Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
χρονικός
View word page
χρῖμα
χρῖμα χρῐμα, ατος, τό, older form of χρῖσμα, unguent, oil, Aesch.
ShortDef
unguent, oil
Debugging
Headword:
χρῖμα
Headword (normalized):
χρῖμα
Headword (normalized/stripped):
χριμα
IDX:
35941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35982
Key:
xri=ma
Data
{'content': 'χρῖμα\n χρῐμα, ατος, τό,\n \n older form of χρῖσμα, unguent, oil, Aesch.', 'key': 'xri=ma'}