Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
χρονίζω
View word page
χρηστόφιλος
χρηστόφιλος χρηστό-φῐλος, ον, possessed of good friends, Arist.
ShortDef
possessed of good friends
Debugging
Headword:
χρηστόφιλος
Headword (normalized):
χρηστόφιλος
Headword (normalized/stripped):
χρηστοφιλος
IDX:
35940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35981
Key:
xrhsto/filos
Data
{'content': 'χρηστόφιλος\n χρηστό-φῐλος, ον,\n possessed of good friends, Arist.', 'key': 'xrhsto/filos'}