Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
χρόμαδος
View word page
χρηστοφιλία
χρηστοφιλία χρηστοφῐλία, ἡ, the having good friends, the friendship of good men, Arist. from χρηστόφῐλος

ShortDef

the having good friends, the friendship of good men

Debugging

Headword:
χρηστοφιλία
Headword (normalized):
χρηστοφιλία
Headword (normalized/stripped):
χρηστοφιλια
IDX:
35939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35980
Key:
xrhstofili/a

Data

{'content': 'χρηστοφιλία\n χρηστοφῐλία, ἡ,\n the having good friends, the friendship of good men, Arist.\n from χρηστόφῐλος', 'key': 'xrhstofili/a'}