Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
χροιά
χροΐζω
View word page
χρηστότης
χρηστότης from χρηστός χρηστότης, ητος, ἡ, of persons, goodness, honesty, Eur. goodness of heart, kindness, Isae., NTest.

ShortDef

goodness, honesty

Debugging

Headword:
χρηστότης
Headword (normalized):
χρηστότης
Headword (normalized/stripped):
χρηστοτης
IDX:
35938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35979
Key:
xrhsto/ths

Data

{'content': 'χρηστότης\n from χρηστός\n χρηστότης, ητος, ἡ,\n of persons, goodness, honesty, Eur.\n goodness of heart, kindness, Isae., NTest.', 'key': 'xrhsto/ths'}